Το κείμενο αυτό έχει σκοπό να ζυγίσει, από την σκοπιά όσων εργάζονται "απο τα κάτω" για την κοινωνική χειραφέτηση, τα θετικά και τα αρνητικά μίας πιθανής αριστερής κυβέρνησης στις επικείμενες εκλογές, και τις νέες προκλήσεις που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως κινήματα από την επόμενη μέρα.
Θοδωρής Καρυώτης
Ιούνιος 2012
Σίγουρα για όσους/ες επιθυμούν την κοινωνική χειραφέτηση από
τα κάτω, όποιον –ίσμο και να ασπάζονται -ή να μην ασπάζονται- ο δρόμος για μια
ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία δεν περνάει από τις εκλογές. Αυτό δεν σημαίνει
όμως ότι ως κοινωνικά κινήματα δεν πρέπει να έχουμε μία αίσθηση ιστορικότητας.
Σίγουρα το ποιός και το πώς κυβερνάει επηρεάζει την καθημερινότητα των
κινημάτων με πολλούς τρόπους. Το κράτος, όσο και αν το απορρίπτουμε ως προνομιακό πεδίο διοχέτευσης και επίλυσης των
κοινωνικών συγκρούσεων, συνεχίζει για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας να είναι
πόλος έλξης της επιθυμίας για κοινωνική αλλαγή.
Με αυτό το κείμενο δεν φιλοδοξώ να υποδείξω σε κανέναν/μία
τι να ψηφίσει ή αν θα απέχει, αλλά να εξετάσω –ψύχραιμα και χωρίς
συνθηματολογία- τι θα σήμαινε ένας πιθανός θρίαμβος της αριστεράς στις εκλογές και τι καινούριες προκλήσεις θα δημιουργούσε για
τα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης, αντλώντας παραδείγματα από τις εμπειρίες
διαφόρων χωρών.
Είναι η πρώτη φορά σε μια ευρωπαϊκή χώρα που ένα αριστερό
κόμμα που παραδοσιακά στέκεται μακριά από το δίπολο των κομμάτων διαχείρισης
βρίσκεται κοντά στη κατάκτηση της κρατικής εξουσίας στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού
παιχνιδιού. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας πολυσυλλεκτικός
πολιτικός συνδυασμός στον οποίο συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις, από
την ριζική ανατροπή έως την ήπια διαχείριση του καπιταλισμού. Πολλοί συναγωνιστές μπορεί να βλέπουν θετικά
την άνοδο αυτού του κόμματος, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να είναι παρών σε όλες τις
σημαντικές κινηματικές στιγμές των τελευταίων χρόνων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
ένα μεγάλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ –άσχετα αν συμφωνούμε ή όχι με την οπτική του και
την πρακτική του- έχει κινηματικές καταβολές.
Αντίστοιχες εμπειρίες υπάρχουν παγκόσμια κυρίως στην
Λατινική Αμερική. Εκεί μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων,
εμφανίζονται την τελευταία δεκαετία η μία μετά την άλλη κυβερνήσεις με
αριστερές ευαισθησίες, με -λιγότερο ή
περισσότερο- ριζοσπαστικά προγράμματα, πολλές από αυτές –όπως το
παράδειγμα του MAS στην Βολιβία- με κινηματικές καταβολές, κάθε μία με τις
ιδιαιτερότητες του πλαισίου στο οποίο εμφανίζεται.
Πως έχουν επηρεάσει αυτές οι
κυβερνήσεις την καθημερινότητα του πλούσιου κινηματικού κόσμου της Λατινικής
Αμερικής; Και τι συμπεράσματα θα μπορούσαμε να βγάλουμε για τη σχέση που θα
είχαν εδώ τα κοινωνικά κινήματα με μία πιθανή αριστερή κυβέρνηση; Φυσικά
αναφέρομαι κυρίως στα κινήματα που αγωνίζονται για την κοινωνική χειραφέτηση
ενάντια και πέρα από τα στενά όρια που θέτει το κράτος: ιθαγενικές αυτόνομες
κοινότητες, το κίνημα των ακτημόνων στην Βραζιλία, τους Ζαπατίστας στο Μεξικό,
τους άνεργους piqueteros στην
Αργεντινή, το κίνημα για την αυτοδιαχείριση του νερού
στη Βολιβία, αλλά και όλες αυτές τις πρωτοβουλίες στην Ελλάδα που με ορίζοντα
την αυτονομία οικοδομούν εναλλακτικές στο υπάρχον: κοινωνικά κέντρα,
καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί, αστικές καλλιέργειες,
οικοκοινότητες, εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, δίκτυα
ανταλλαγών, συνελεύσεις γειτονιών, κινήσεις για την προάσπιση των κοινωνικών
αγαθών και του φυσικού περιβάλλοντος, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης. Κινήματα
δηλαδή που δεν διεκδικούν απλά μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της
καπιταλιστικής «ανάπτυξης», αλλά οραματίζονται ένα διαφορετικό πολιτισμό και
ξεκινάν να τον χτίζουν εδώ και τώρα.
1. Άμβλυνση της καταστολής
Ένα άμεσο πιθανό αποτέλεσμα για τα κοινωνικά κινήματα θα είναι η
μείωση, έστω και παροδική, της κρατικής καταστολής. Φυσικά δεν μπορούμε να
περιμένουμε εξάλειψη της καταστολής, αφού το κράτος έχει τη δικιά του δυναμική
και δεν μπορεί ξαφνικά να σταματήσει να είναι ένας μηχανισμός καταναγκασμού,
ενσωμάτωσης και αποκλεισμού. Στις πολιτείες του Μεξικού όπου κυβερνάει το PRD (ιδεολογικά συγγενές με το PT του Λούλα) οι δολοφονίες και τραυματισμοί
αγωνιστών από κρατική και παρακρατική βία είναι σημαντικά λιγότεροι από αυτές
στις οποίες κυβερνούν το PRI και
το PAN. Αυτό έχει οδηγήσει
τους μεξικανούς συντρόφους να δηλώνουν ειρωνικά: «Εμείς ψηφίζουμε αυτούς που
μας σκοτώνουν λιγότερο». Την ίδια μείωση έχουν σημειώσει και οι θάνατοι
αγωνιστών του MST
(Κίνημα των ακτημόνων) στη Βραζιλία από τότε που κυβερνάει το PT του Λούλα. Εκεί οι αγωνιστές/τριες του MST, ενώ θεωρούν πολύ σημαντική την αυτονομία
που έχουν κατακτήσει (όπου σχεδόν ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι σε όλες τις
πολιτείες της Βραζιλίας καλλιεργούν την ανακατειλημμένη γη και εξυπηρετούνται από δικό τους σύστημα
εκπαίδευσης και υγείας) και παρόλο που ο Λούλα πρόδωσε τις ελπίδες τους για
αγροτική μεταρρύθμιση, βρίσκουν πιο εύκολο «αντίπαλο» στις κυβερνήσεις του PT παρά σε αυτές του Fernando Henrique Cardoso που, σε συνεργασία
με τους τραμπούκους των γαιοκτημόνων, άφησαν εκατοντάδες νεκρούς στις τάξεις
του MST στο
πρώτο κύμα καταλήψεων γης τη δεκαετία του 90.
2. Παύση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Ένα άλλο πιθανό αποτέλεσμα μιας νίκης της αριστεράς είναι η παύση (ή
πολύ δυσκολότερα η αντιστροφή) των πιο θεαματικών νεοφιλελεύθερων σχεδίων. Αφού
όλα τα αριστερά κόμματα πλέον ορίζονται ως «αντινεοφιλελεύθερα» (δηλαδή
υπερασπίζονται τον εθνικό και "παραγωγικό" καπιταλισμό απέναντι στον διεθνή και χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό),
μπορούμε να περιμένουμε ότι η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και τα μεγάλα
"μη-παραγωγικά" σχέδια του διεθνούς κεφαλαίου (εξόρυξη μετάλλων,
υλοτομία, κτλ) θα είναι τα πρώτα που θα σταματήσουν σε περίπτωση νίκης της
αριστεράς. Πράγματι αυτό είδαμε στο
Εκουαδόρ με τη νίκη του Rafael Correa, στη Βολιβία με
τον Evo Morales και ιδιαίτερα στην Βενεζουέλα του Hugo Chavez. Όλοι αυτοί οι πρόεδροι κάνανε δειλά
βήματα επανεθνικοποίησης των εταιριών
κοινής ωφέλειας, με πιο τρανταχτό παράδειγμα τις πετρελαϊκές εταιρίες που
έκαναν την Βενεζουέλα τοπική υπερδύναμη. Η αντιστροφή βέβαια ήταν προσωρινή:
πολλά φιλόδοξα νεοφιλελεύθερα σχέδια ξαναμπήκαν από την πίσω πόρτα,
μεταμφιεσμένα σε «επενδύσεις εθνικού ενδιαφέροντος» και με την υποστήριξη των
συνδικάτων των εργαζομένων, που με την παντιέρα του "δικαιώματος στην
απασχόληση" πολλές φορές έγιναν οι καλύτεροι σύμμαχοι του διεθνούς
κεφαλαίου. Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση του αυτοκινητόδρομου που σκοπεύει να κατασκευάσει το κράτος της
Βολιβίας στην περιοχή TIPNIS
η οποία ανήκει στις κοινότητες των ιθαγενών και προστατεύεται ως περιοχή
ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Ενώ η αντίσταση των κοινωνικών κινημάτων (τόσο της
υπαίθρου όσο και της πόλης) κατάφερε για δεκαετίες να σταματήσει το σχέδιο, ο
αριστερός Evo Morales, μιλώντας τη γλώσσα της
"αναπτυξης" κατάφερε να επανεκκινήσει την κατασκευή του
αυτοκινητόδρομου, η οποία ουσιαστικά αποτελεί προοίμιο της εκμετάλλευσης του
φυσικού πλούτου της περιοχής (υλοτομία, ορυκτός πλούτος, νερό) από τις
πολυεθνικές. Στη διαμάχη με τα κοινωνικά
κινήματα που εκτυλίσσεται ακόμα, ο Morales δεν διστάζει να
ακολουθήσει τακτικές που θα ζήλευαν οι δεξιοί προκάτοχοί του: βίαιη καταστολή,
ποινικοποίηση των αγώνων, συκοφαντία, εξαγορά των ηγετών των κινημάτων, κτλ.
Πρόκειται για ένα μοντέλο ανάπτυξης που οι λατινοαμερικάνοι ονομάζουν
«εξορυκτισμό» (extractivismo), δηλαδή η αλόγιστη μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος σε εμπόρευμα,
που οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις εφάρμοσαν με θρησκευτική προσήλωση, και
πολλές αριστερές κυβερνήσεις ξαναπλασάρουν
ως φάρμακο ενάντια στην «οικονομική υπανάπτυξη», με την υποστήριξη των
συνδικαλιστών στους κλάδους των κατασκευών, των μεταλλείων, κτλ.
3. Ενσωμάτωση κοινωνικών πρωτοβουλιών
Ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο σημείο όσον αφορά τις σχέσεις των αριστερών
κυβερνήσεων με τα κοινωνικά κινήματα, είναι η εργαλειοποίηση των δεύτερων από
τις πρώτες ως φορείς άσκησης κοινωνικής
πολιτικής. Τα αριστερά κράτη ζηλεύουν τα κοινωνικά κινήματα για τις σχέσεις αλληλεγγύης
που δημιουργούν στο εσωτερικό τους, για τη σύνδεση τους με την κοινωνία, για τη
φαντασία και δημιουργικότητα με την οποία λύνουν τα προβλήματα και, κυρίως, για
το πόσο μεγάλες αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν με ανύπαρκτα ή ελάχιστα
οικονομικά μέσα. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ
ότι θα ενισχύσει από την εξουσία όλες τις κοινωνικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης
και αυτοοργάνωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα αισθάνεται «στο σπίτι του" σε αυτές
τις πρωτοβουλίες, αφού μεγάλο κομμάτι της βάσης του συμμετέχει ενεργά -και όχι
απαραίτητα υστερόβουλα- σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι υποστηριχτές
αυτής της πολιτικής είναι ότι όσο καλόβουλα και να ξεκινήσει κανείς προς την
κατάληψη της κρατικής εξουσίας, από τη στιγμή που μπαίνεις στο κράτος, γίνεσαι
το κράτος. Η λογική του κράτους απέναντι σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία έρχεται από
την κοινωνία επιτρέπει δύο εναλλακτικές: ενσωμάτωση ή αποκλεισμός. Το τόσο
πολυπόθητο «κοινωνικό κράτος»-μπαμπάς που θα πάρει όλο τον πληθυσμό κάτω από
την προστατευτική φτερούγα του αποτελεί την πλήρη ενσωμάτωση-υποταγή του πληθυσμού
αυτού στη λογική του κεφαλαίου.
Από την άλλη, οι περιπτώσεις όπου το κράτος αποσύρεται και αφήνει την
κοινωνία να "φροντίσει τον εαυτό της", πάντα υπό την υψηλή επιτήρηση
του, είναι ακόμα πιο ανατριχιαστικές: Ξεκάθαρο παράδειγμα ο "τρίτος
δρόμος" του Τόνι Μπλέρ στην Μεγάλη Βρετανία, όπου ταυτόχρονα με την
-θατσερικής έμπνευσης- αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, η κυβέρνηση των
Εργατικών ασκούσε «κοινωνική πολιτική» μέσα από τη χρηματοδότηση μίας πληθώρας
μη-κυβερνητικών οργανώσεων, φιλανθρωπικών ομάδων και ιδιωτικών εταιριών. Τα
αποτελέσματα αυτών των ολέθριων πολιτικών τα είδαμε στις πρόσφατες εξεγέρσεις
που σάρωσαν τις φτωχογειτονιές της χώρας.
Στην Λατινική Αμερική επίσης υπήρξαν κυβερνήσεις που θέλησαν να
ασκήσουν κοινωνική πολιτική μέσω των κοινωνικών κινημάτων. Ο Lucio Gutierrez στο Εκουαδορ, ο Evo
Morales στην Βολιβία, o Hugo Chavez στη Βενεζουέλα, πλησίασαν τους πιο ορατούς και δυναμικούς ακτιβιστές
και τους προσέφεραν διάφορες γραφειοκρατικές θέσεις στις κυβερνήσεις τους. Ιδιαίτερα
στη Βολιβία, όσοι αρνήθηκαν θεωρήθηκαν προδότες και υπέστησαν πολιτική δίωξη. Σε κάθε περίπτωση,
τα αποτελέσματα ήταν τα αντίθετα από τα αναμενόμενα: Όχι μόνο δεν
«εμπλουτίστηκε» το κράτος με τη δυναμική των κοινωνικών κινημάτων, αλλά
αυτά υποτάχτηκαν στα σχέδια του κράτους, έχασαν τη δυναμική τους και σε πολλές
περιπτώσεις διαλύθηκαν.
Το πιο αξιόλογο αλλά και αμφιλεγόμενο μοντέλο είναι αυτό που έχει εγκαθιδρυθεί
στη Βενεζουέλα. Ο Chavez προωθεί την
«αυτοοργάνωση» στις γειτονίες, και ακόμα δίνει οικονομικά κίνητρα στους
κατοίκους για να συμμετέχουν στις συνελεύσεις! Στις επανεθνικοποιημένες
επιχειρήσεις ισχύει ένα καθεστώς «συνδιαχείρισης» (cogestiόn),
υποτιθέμενα ως πρώτο βήμα στο δρόμο για την αυτοδιαχείριση (autogestión).
Οι συνελεύσεις των εργαζομένων έχουν τη δύναμη πολλές φορές να ανατρέψουν τις
αποφάσεις των κρατικών αφεντικών τους. Αυτό το ιδιότυπο μοντέλο «αυτοοργάνωσης
από τα πάνω» μοιάζει ακόμα πιο παράδοξο αν λάβει κανείς υπόψη την αυταρχικότητα
του τσαβικού καθεστώτος και τον σημαντικό ρόλο που παίζει ο στρατός στην
διεκπεραίωση των κοινωνικών πολιτικών.
4. Απόκινητοποίηση
Ένα συνδυασμένο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η «αποκινητοποίηση» των
κοινωνικών κινημάτων. Είτε λόγω εφησυχασμού, αφού «το κράτος πλέον θα αναλάβει
τη δική μας δουλεία», είτε λόγω ενσωμάτωσης στον κρατικό μηχανισμό, τα
κοινωνικά κινήματα χάνουν τη δυναμική τους και τη δυνατότητα κινητοποίησης. Στις
περισσότερες περιπτώσεις, η ελπίδα ότι η αλλαγή κυβέρνησης θα φέρει και την
πολυπόθητη κοινωνική αλλαγή διαψεύδεται, και τα κοινωνικά κινήματα περνάν μια μακριά
περίοδο αποδιοργάνωσης. Ξεκάθαρο παράδειγμα η Ελλάδα και η Ισπανία της
δεκαετίας του 80 με τις αντίστοιχες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Και στην
Λατινική Αμερική, πολλές κυβερνήσεις κατάφεραν, με την αριστερή ρητορική τους,
να κρατάν τους αγωνιστές σε μία κατάσταση αναμονής και σύγχυσης, ενώ συνέχιζαν
ανενόχλητες τις ίδιες πολιτικές των δεξιών προκατόχων τους, με λίγες αριστερές
πινελιές. Αυτό έχει οδηγήσει τους συντρόφους από τη Λατινική Αμερική να λένε
ότι «κάθε εκλογικός θρίαμβος της αριστεράς αποτελεί ήττα για τα κοινωνικά
κινήματα».
Όπως ανέφερα και πιο πάνω, αυτό το κείμενο δεν έχει σκοπό να υποδείξει
αν και τι να ψηφίσουμε ή να μην ψηφίσουμε, αλλά να ζυγίσει, από την σκοπιά των
κοινωνικών κινημάτων που εργάζονται "απο τα κάτω" για την κοινωνική
χειραφέτηση, τα θετικά και τα αρνητικά μίας πιθανής αριστερής κυβέρνησης στις
επικείμενες εκλογές, και τις νέες προκλήσεις που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε
ως κινήματα από την επόμενη μέρα.
Πιθανόν η αυθόρμητη τάση που έχουμε να διατηρούμε την αυτονομία των
συνελεύσεών μας απέναντι σε κάθε είδους θεσμό ίσως να δοκιμαστεί αν ξαφνικά το
κράτος μας παρουσιαστεί ως "σύμμαχος". Για άλλη μία φορά θα κληθούμε
να περπατήσουμε σε αυτή τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την ενσωμάτωση στις
πρακτικές της ετερόνομης πολιτικής από τη μία και την απομόνωση από το
κοινωνικό και την ιστορική στιγμή για χάρη της ριζοσπαστικής αγνότητας από την
άλλη. Από το πώς θα ισορροπήσουμε ανάμεσα σε αυτά τα δυο άκρα θα εξαρτηθεί η
βιωσιμότητα των εγχειρημάτων μας.