Θοδωρής Καρυώτης
Πρώτη δημοσίευση στο Αυτολεξεί
Δώστε βάση σε αυτές τις παραληρηματικές φωνές που με πρόσχημα τον φιλελευθερισμό προωθούν το σκοτάδι. Δώστε βάση επειδή αυτό είναι το μέλλον μας. Αυτοί θα κληρονομήσουν τον καπιταλισμό όπως τον ξέρουμε, αυτοί θα έχουν την αποστολή να τον βγάλουν από τα αδιέξοδά του. Οι Θεοδωρόπουλοι, οι Τζήμεροι, οι Αδώνιδες και οι Μπογδάνοι, που στο ένα χέρι κρατάνε το καρότο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της οικονομικής προόδου και στο άλλο το μαστίγιο του ρατσισμού και της μισανθρωπίας.
Τρίζουν τα κόκκαλα των διανοητών του φιλελευθερισμού, του Mills, του Lock, του Rawls, κάθε φορά που οι παραπάνω σελέμπριτις δηλώνουν φιλελεύθεροι. Γιατί ο φιλελευθερισμός, πέρα από τις οικονομικές του συνδηλώσεις, επιχείρησε κάποτε να αποτινάξει τα δεσμά της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού και συγκρούστηκε με τύραννους. Με αυτή την παραδοχή δεν προσπαθώ να αποσιωπήσω τα εγκλήματα της φιλελεύθερης ιδεολογίας –με σημαντικότερο τη στήριξή της σε τρεις αιώνες αποικιοκρατίας. Ωστόσο, έστω με μια φορμαλιστική και περιορισμένη αντίληψη, οι ελευθερίες, τα ατομικά δικαιώματα και το δίκαιο υπήρξαν κάποτε έννοιες κεντρικές σε αυτό το ρεύμα σκέψης.
Οι νεοφιλελεύθεροι, πλέον, κρατούν από τον φιλελευθερισμό μόνο τον ορθολογισμό της αγοράς και απεμπολούν την ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα. Τα αντικαθιστούν με αυταρχισμό, ρατσισμό, μισανθρωπία και ό,τι άλλο μπορούν να δανειστούν από το ρεπερτόριο της ακροδεξιάς.
Αν πιάσουμε το νήμα από την άλλη άκρη, τα φασιστικά καθεστώτα του 20ού αιώνα μάς είχαν συνηθίσει σε σοσιαλδημοκρατικού τύπου προγράμματα, δηλαδή από τη μία πλευρά εθνοφυλετισμός και αυταρχισμός, από την άλλη –κάποιες έστω– κοινωνικές και οικονομικές παροχές με σκοπό την προστασία της εθνικά προσδιορισμένης κοινότητας στα πλαίσια μιας εθνικής οικονομίας. Το μοτίβο επιβιώνει στα κλασικά εθνικοσοσιαλιστικά κόμματα, όπως η Χρυσή Αυγή και οι παραφυάδες της. Ο φασισμός του 21ου αιώνα όμως είναι νεοφιλελεύθερος, δηλαδή η βάση των διακρίσεων δεν είναι πρωτίστως εθνοφυλετική, αλλά οι πληθυσμοί ταξινομούνται ανάλογα με τη δυνατότητά τους να προσαρμοστούν στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της καπιταλιστικής αγοράς, να αναπτύξουν το «ανθρώπινο κεφάλαιό» τους, να γίνουν παραγωγικοί και να προκόψουν. Όσοι και όσες δεν τα καταφέρνουν αποτελούν πλεονάζοντα πληθυσμό καταδικασμένο σε επισφάλεια, αποστερημένο από κάθε δικαίωμα. Φυσικά τα νέα αυτά κριτήρια ταξινόμησης διαπλέκονται με τον καθαρόαιμο σωβινισμό/ρατσισμό και ενισχύονται από αυτόν, αφού οι μη δυτικοί πληθυσμοί, οι μειονότητες, οι φτωχοί, οι γυναίκες, οι ΛΟΑΤΚΙ κτλ., αντιμετωπίζονται ως εξ ορισμού ανορθολογικοί, οπισθοδρομικοί, παραδομένοι στα πάθη τους, ανίκανοι για προκοπή, και άρα καταδικασμένοι σε βοηθητικούς ρόλους στην καλύτερη περίπτωση ή στα ξερονήσια και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη χειρότερη.
Είπα πιο πάνω ότι οι Τζήμεροι και οι Μπογδάνοι θα κληρονομήσουν τη γη. Αυτό είναι το προφίλ των μελλοντικών κυβερνώντων. Κι αυτό επειδή ο καπιταλισμός, όπως τον ξέρουμε, έχει ξεμείνει από καύσιμα όσον αφορά την ένταξη και συμπερίληψη του πλειοψηφικού κομματιού του πληθυσμού στην κοινωνική ζωή.
Κάποτε τη συναίνεση των πολλών την αντλούσε μέσα από την αναδιανομή υπέρ των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων –μέσα από το κράτος ευημερίας στον βορρά, μέσα από το πελατειακό σύστημα και την οικογένεια στη Μεσόγειο. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εξασφάλιζε τη συναίνεση μέσα από τη επικράτηση του καταναλωτισμού στις δυτικές κοινωνίες και την υπόσχεση γενικευμένης ευημερίας μέσα από την ελεύθερη αγορά. Αυτό το παραμύθι κατέρρευσε ανεπιστρεπτί μαζί με τις τράπεζες το 2008.
Ο καπιταλισμός δεν έχει τίποτα να προσφέρει ως αντάλλαγμα στους ανθρώπους πλέον, πέρα από χρέος, οικολογική καταστροφή, ανέχεια και δυστυχία. Και η μόνη απάντηση που του απομένει είναι ο αυταρχισμός, ο εθνικισμός, ο κοινωνικός διχασμός, το καθεστώς εξαίρεσης, το μίσος και ο πόλεμος. Η αποστολή των Μπογδάνων και των Αδώνιδων, λοιπόν, είναι να στρέψουν τη λαϊκή οργή που γεννούν οι πολλαπλές αποτυχίες του καπιταλισμού μακριά από τους πραγματικούς υπαίτιους και πίσω στον συνάνθρωπο. Να φτιάξουν δηλαδή μια κοινωνία κανιβάλων, καλύπτοντάς τη με ένα πέπλο προόδου, τάξης και ευημερίας.
Προφανώς, ούτε ο φασισμός ούτε οι ακροδεξιές τηλεπερσόνες είναι κάτι καινούριο στην Ελλάδα. Ωστόσο, μέχρι πρότινος η κυρίαρχη μορφή του φασισμού ήταν η χυδαία, τραμπουκική και κατ’ επίφασιν αντισυστημική εκδοχή του, που ενσαρκώνει η Χρυσή Αυγή. Όπως και σε άλλες χώρες, βρισκόμαστε πιθανόν μπροστά σε μια μεταστροφή. Έχοντας νικήσει κατά κράτος το αντίπαλο δέος –την ευρύτερη Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα– ο φασισμός φοράει γραβάτα, θεσμοποιείται, εναγκαλίζεται με τα κυρίαρχα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα, αποκτά στοιχεία μαζικότητας και εκτοπίζει στον δημόσιο λόγο την άλλοτε «σοβαρή» και «μετριοπαθή» Δεξιά.