Θοδωρής Καρυώτης
εισήγηση στην εκδήλωση
“Εξώσεις και νέοι αγώνες για τη στέγη”
Θεσσαλονίκη,
Ιούνιος 2021
Η κατοικία στην Ελλάδα παρουσιάζει ένα παράδοξο. Ενώ το δικαίωμα στην στέγη αναγνωρίζεται εμμέσως στο Σύνταγμα (άρθρο 21.4: «4. H απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Kράτους») αλλά και από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η κατοικία είναι διαχρονικά ένα ζήτημα που δεν εμφανίζεται στο δημόσιο διάλογο, ούτε βρίσκεται ανάμεσα στα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων και των πολιτικών κομμάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή η κατοικία θεωρείται προσωπικό και οικογενειακό ζήτημα. Όχι μόνο δεν υπάρχει απαίτηση από το κράτος να παρέμβει για να εξασφαλίσει στέγη σε όλους, αλλά και η παρέμβαση του κράτους σε αυτόν τον τομέα θεωρείται ανεπιθύμητη, αφού η γενίκευση της μικροϊδιοκτησίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα προκαλεί δυσπιστία απέναντι στην παρέμβαση του κράτους σε ιδιοκτησιακά ζητήματα για ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.
Αυτό σημαίνει ότι ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστική κρατική ανάμειξη στην ανοικοδόμηση, αλλά ούτε και συγκροτημένη στεγαστική πολιτική με τη μορφή κοινωνικής κατοικίας ή επιδότησης ενοικίου για ευρεία στρώματα. Μέσα από το θεσμό της αντιπαροχής, το ζήτημα της στέγασης, αλλά και του χωρικού σχεδιασμού, αφέθηκε πλήρως στα χέρια ιδιωτών και στη λειτουργία της αγοράς. Αυτό το σύστημα αύξησε δραστικά τη ιδιοκατοίκηση από τη δεκαετία του 50 μέχρι του 70, χωρίς να είναι απαραίτητος ο τραπεζικός δανεισμός, αφού η αξία της γης ήταν χαμηλή σε σχέση με τα εισοδήματα. Από την δεκαετία του 90 και μετά, όμως, τα εισοδήματα μειώνονται, η αξία της γης ανεβαίνει, και ο τραπεζικός δανεισμός γίνεται μονόδρομος προκειμένου να επιτευχθεί το ιδανικό της ιδιοκατοίκησης. Αποτέλεσμα ήταν το 2011 το 77.2% του πληθυσμού να ιδιοκατοικεί, ενώ μόνο το 22.8% να ζει στο ενοίκιο. Ωστόσο, ο φαύλος κύκλος αυξανόμενου χρέους και μειούμενων εισοδημάτων διευρύνεται συνεχώς, ώσπου το σύστημα καταρρέει με την κρίση και τα προγράμματα λιτότητας μετά το 2010. Ένα στα δύο στεγαστικά δάνεια «κοκκινίζει» αφού η γενικευμένη πτώση του βιοτικού επιπέδου καθιστά αδύνατη την αποπληρωμή για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.
Μια μικρή παρένθεση για να θέσουμε την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο πλαίσιό της. Η άμεση αξία της κατοικίας είναι χρηστική: το όφελος που αντλούμε από την χρήση της ως καταφύγιο, έδρα του νοικοκυριού, χώρο ανάπαυσης, αναψυχής, φροντίδας και αναπαραγωγής. Ωστόσο η ανταλλακτική αξία της κατοικίας έγινε επίσης σημαντικό κίνητρο για την επιδίωξη της ιδιοκατοίκησης. Δεδομένης της λαϊκής σοφίας που αναγνωρίζει ότι η γη δεν χάνει ποτέ την αξία της –η τουλάχιστον έτσι νομίζαμε πριν το 2012, όταν η κτηματαγορά έκανε μια μεγάλη βουτιά από την οποία μόλις τώρα αρχίζει να ανακάμπτει – η κατοικία ήταν η μεγαλύτερη και συχνά η μοναδική επένδυση για τα λαϊκά νοικοκυριά. Όσο ανέβαινε η αξία της γης τόσο ανέβαινε και η αξία, το κύρος και η οικονομική επιφάνειά του νοικοκυριού. Η κατοικία λοιπόν, εκτός από μέρος ανάπαυσης και αναπαραγωγής, έγινε και όχημα κοινωνικής κινητικότητας, στοιχείο ευημερίας –ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη ότι στην Ελλάδα απουσίαζε πλήρως το κοινωνικό κράτος και η παροχές του με τη μορφή που είχε στην Βόρεια Ευρώπη.
Ωστόσο πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο καπιταλισμός εξαρτάται από τον χώρο και την κατοικία για την επιβίωση του. Κάθε φορά που άλλες, πιο παραδοσιακές δραστηριότητες (πχ βιομηχανία, υπηρεσίες) δεν μπορούν να αποφέρουν ικανοποιητικά κέρδη (δηλαδή δημιουργείται αυτό που ονομάζουμε κρίση υπερσυσσώρευσης), τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων διοχετεύονται στην κτηματαγορά και στον κατασκευαστικό τομέα, σε αναζήτηση υψηλών ποσοστών κέρδους εξ αιτίας της συνεχώς αυξανόμενης αξίας της γης. Αυτές είναι οι εποχές των μεγάλων αστικών αναπλάσεων, των ολυμπιακών αγώνων, των μεγαλεπήβολων δημοσίων έργων, των τουριστικών υποδομών, της ευημερούσας κτηματαγοράς. Νομοτελειακά αυτό δημιουργεί «φούσκες» δηλαδή η ακίνητη περιουσία βρίσκεται υπερτιμημένη. Όταν οι φούσκες σκάνε, η αξία της γης πέφτει, και συμπαρασύρει όλη την οικονομία, με πτώση των εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας, όπως είδαμε να συμβαίνει με τη μεγάλη κρίση του 2008. Και ενώ οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που ευθύνονται για τις κρίσεις διασώζονται με λεφτά των φορολογουμένων, αυτοί που βρίσκονται χαμηλά στην τροφική αλυσίδα, δηλαδή τα μικρά και μεσαία νοικοκυριά, και ιδιαίτερα οι φυλετικές μειονότητες και οι γυναίκες, χάνουν τα πάντα λόγω της αδυναμίας να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Αυτές είναι οι στιγμές που συνήθως οι κυρίαρχες τάξεις μέσα από τα ΜΜΕ μας λένε ότι πρέπει να τιμωρηθούμε επειδή ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητες μας, ενώ είναι σαφές ότι ο καπιταλισμός ζει και κερδοσκοπεί πάνω από τις δυνατότητες της κοινωνίας και του πλανήτη.
Για να ξαναγυρίσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας, η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι πρωτοφανής, για τρείς λόγους:
Πρώτον, περίπου 300.000 κατοικίες είναι υποθηκευμένες σε κόκκινα δάνεια και ως εκ τούτου άλλα τόσα είναι τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν πλέον άμεσο κίνδυνο πλειστηριασμού, και άρα έξωσης. Για να καταλάβετε το το μέγεθος, το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης έχει περίπου 400.000 κατοικίες. Αυτό αντιστοιχεί σαν να γίνεται έξωση σε μια ολόκληρη πόλη περίπου στο μέγεθος της Θεσσαλονίκης.
Δεύτερον, ενώ 1 στα 3 νοικοκυριά αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας, οι ενοικιαστές στην Ελλάδα πληρώνουν μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματός τους σε στεγαστικά έξοδα από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ευρώπης. 4 στους 5 ενοικιαστές διαθέτουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους σε ενοίκιο και λογαριασμούς. Και αυτά είναι στοιχεία προ πανδημίας, πιθανότατα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί.
Τρίτον, μετά το 2010, η αστεγία έχει εκτοξευθεί. Οι ακριβείς διαστάσεις της εξαρτώνται από τον ορισμό της αστεγίας που θα υιοθετήσουμε, ωστόσο σημαντικό να τονίσουμε ότι αστεγία δεν είναι μόνο η διαβίωση στον δρόμο, αν και αυτή είναι η πιο ακραία και ορατή μορφή της. Η αστεγία περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές μορφές, όπως η διαβίωση σε ανεπαρκή, ανθυγιεινή, συνωστισμένη, προσωρινή ή επισφαλή κατοικία. Παράλληλα με τη αύξηση της αστεγίας, δημιουργούνται μεγάλες μάζες πληθυσμού που είναι αόρατες και περιθωριοποιημένες, και οι οποίες δεν είναι υποκείμενα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελούμενες κυρίως από μετανάστες κα αιτούντες άσυλο, αλλά και πολλούς γηγενείς. Με διάφορες εθνοφυλετικές, ταξικές και ψυχιατρικές αφηγήσεις στον δημόσιο λόγο, στερούνται την ανθρώπινη τους υπόσταση, και άρα μετατρέπονται σε περιττούς και αναλώσιμους πληθυσμούς.
Παρόλα τα ανωτέρω, λόγω της φυσικοποίησης του καθεστώτος μόνιμης κρίσης και λιτότητας, αλλά και λόγω της εμπέδωσης της εννοίας της ατομικής ευθύνης σε ζητήματα στέγασης, δεν υπάρχουν στο δημόσιο διάλογο αιτήματα για κρατική παρέμβαση στη λύση της στεγαστικής κρίσης. Οι κυβερνήσεις αρκούνται σε «υπολειμματικά» μέτρα, που αποσκοπούν μόνο να αποτρέψουν τις πιο ακραίες μορφές εξαθλίωσης και αστεγίας, παρόλο που το σύνολο της κοινωνίας πλήττεται.