Θοδωρής Καρυώτης
εισήγηση στην ημερίδα
“Η Διακυβέρνηση της Κρίσης στην Ελλάδα (2010-2019)”,
ΑΠΘ Σεπτέμβριος 2021
Eπαρκεί η έννοια του νεοφιλελευθερισμού για να κατανοήσουμε την αναδιάρθρωση της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα;
Ξεκινώ από μια γενική και μάλλον αυτονόητη διαπίστωση ότι η ιδέα της ύπαρξης διακριτών σταδίων, με τα δικά τους μοντέλα διακυβέρνησης και συσσώρευσης, που συχνά συναντάμε στη βιβλιογραφία είναι βοηθητική μεν, αλλά συχνά σκοντάφτει πάνω σε περίπλοκες πραγματικότητες και τοπικές συνθήκες. Μάλλον λοιπόν δεν υπάρχει ένα πράγμα που λέγεται καπιταλισμός με δική του βούληση ή ένα διευθυντήριο που παίρνει αποφάσεις κεκλεισμένων των θυρών, αλλά είναι το αποτέλεσμα της δράσης πολλών και διάσπαρτων δρώντων υποκειμένων, ακόμα κι αν έχουν άνιση επιρροή στο τελικό αποτέλεσμα. Πολλές τροπικότητες της εξουσίας, πολλά και παράλληλα μοντέλα διακυβέρνησης και συσσώρευσης στο χώρο και το χρόνο.
Είναι χρήσιμος ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» ως περιγραφή ενός ιστορικού σταδίου ή ενός μοντέλου διακυβέρνησης; Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι να μιλάμε για τον νεοφιλελευθερισμό ως ένα νέο διακριτό στάδιο του καπιταλισμού ή μια λογική διακυβέρνησης και συσσώρευσης.
Από τη μια οι μαρξίζουσες προσεγγίσεις, που ταυτίζουν τον νεοφιλελευθερισμό με την επέκταση της αγοράς και του ελευθέρου εμπορίου σε όλα τα πεδία της ζωής. Η απορρύθμιση, η ιδιωτικοποίηση και η υποχώρηση του κράτους είναι τα κεντρικά χαρακτηριστικά του, σε συνδυασμό με μια μόνιμη πρωταρχική συσσώρευση, αυτό που ονομάζουμε συσσώρευση δια υφαρπαγής. Το κράτος γίνεται αντιληπτό ως ανταγωνιστικό σε αυτή τη διαδικασία, σε μια σχέση μηδενικού αθροίσματος με την αγορά: η παρέμβαση του κράτους ελαχιστοποιείται, στο βαθμό που η αγοραία λογική επεκτείνεται σε νέες πτυχές της ζωής.
Η δεύτερη προσέγγιση, που ορμάται από το έργο του Φουκό, αντιλαμβάνεται τον νεοφιλελευθερισμό ως ένα σύνολο από αξίες, στρατηγικές και τεχνολογίες που αποσκοπεί στην σφυρηλάτηση νέων υποκειμένων και μιας νέας κανονιστικότητας, βασισμένων στον ανταγωνισμό, την αποδοτικότητα και την χρησιμοθηρία. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι τόσο ένα σχέδιο έξωθεν επιβολής, όσο ένα σύνολο από στρατηγικές για την καθοδήγηση της συμπεριφοράς, (conduct of conduct) μέσα από την «ποιμενική» τροπικότητα της εξουσίας, δηλαδή την καλλιέργεια της αυτοδιακυβέρνησης και αυτοπειθάρχησης του ατόμου.
Και οι δύο προσεγγίσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμες, και διαθέτουμε επαρκή εμπειρικά στοιχεία για να επιβεβαιώσουμε τις υποθέσεις τους. Ωστόσο, και οι δύο ενέχουν έναν σημαντικό κίνδυνο: να επιβεβαιώσουν την αυτοεικόνα του νεοφιλελευθερισμού ως φορέα ορθολογισμού και ελευθερίας, που εναντιώνεται στους καταναγκασμούς του κρατισμού και σε απολυταρχικές, συγκεντρωτικές και λαϊκίστικές αντιλήψεις.
Η ιδεα αυτή δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την πραγματικότητα. Στην σύντομη παρουσίαση που ακολουθεί, και ακολουθώντας τα χνάρια της σκέψης δύο ετερόκλητων στοχαστών, του Λοΐκ Βακάντ και του Μαουρίτσιο Λατσαράτο, θα αξιολογήσω τις παραπάνω ιδέες εξετάζοντας την διακυβέρνηση της κρισης στην Ελλάδα, που αποτελεί σαφές παράδειγμα βίαιου μετασχηματισμού του κυρίαρχου μοντέλου συσσώρευσης, και την οποία συχνά περιγράφουμε ως νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση. Θα εξετάσω τα διαφορετικά στοιχεία που περιλαμβάνει η διακυβέρνηση της κρίσης, και αν αυτά χωράνε κάτω από τον γενικό όρο νεοφιλελευθερισμός.
Η κεντρική μου ένσταση είναι ότι το κράτος όχι μόνο δεν αποτελεί αντίπαλο δέος για τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά αντίθετα αποτελεί τον κεντρικό φορέα οικοδόμησης υποκειμενικοτήτων, κοινωνικών σχέσεων και συλλογικών αναπαραστάσεων, αλλά και θεμελιώδες εργαλείο καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Η ιδέα της μικρότερης κρατικής παρέμβασης δεν επιβεβαιώνεται στην ελληνική αναδιάρθρωση. Αντίθετα, το κράτος, υπό την ομηρία των «θεσμών», ενεργητικά επιδίωξε την ρύθμιση και την παρέμβαση σε πολλά πεδία της ζωής που για δεκαετίες λειτουργούσαν με μια παράλληλη, άτυπη κανονιστικότητα. Τα περισσότερα από όσα στον δημόσιο διάλογο παρουσιάζονται ως ενδείξεις της διαχρονικής ανεπάρκειας του ελληνικού κράτους – η παραοικονομία, η άναρχη δόμηση, η φοροδιαφυγή, οι πελατειακές σχέσεις – υπήρξαν μάλλον στρατηγικές επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού προκειμένου να γίνει ανταγωνιστικός στο δεύτερό μισό του εικοστού αιώνα, ελαχιστοποιώντας το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής για το κράτος και τους εργοδότες, και διασφαλίζοντας έτσι την κερδοφορία των τελευταίων. Εδώ αντιλαμβάνομαι τις άτυπες αυτές μορφές ως μια εναλλακτική κανονιστικότητα που αποτελεί προϊόν εκούσιας κρατικής δράσης ή αδράνειας, και επιτελούν πολλές από τις λειτουργίες που στην Βόρεια Ευρώπη είχε αναλάβει το κοινωνικό κράτος.
Η μεταρρυθμίσεις των μνημονίων σηματοδότησαν το τέλος αυτού του μοντέλου, αφού η αναδιανομή προς τα πάνω, μαζί με την ρύθμιση των άτυπων κοινωνικών σχέσεων αποσταθεροποίησε τους πυλώνες της άτυπης ευημερίας (informal welfare) – την οικογένεια, την παραοικονομία, την ιδιοκατοίκηση – χωρίς να τους αντικαταστήσει με ένα σύστημα πρόνοιας και εγγυήσεων, πέρα από στοιχειώδη «δίχτυα ασφαλείας» που δεν αποσκοπούν στην εξασφάλιση της γενικής ευημερίας, αλλά στην αποτροπή των πιο ακραίων μορφών κοινωνικής εξαθλίωσης.
Το βασικό εργαλείο κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού υπήρξε το χρέος. Είναι σαφές ότι η σχέση πιστωτή και οφειλέτη δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική. Στην οικονομία οι αναδιαρθρώσεις ή ακόμα και οι παραγραφές χρεών είναι καθημερινότητα – αντίθετα στην περίπτωση της Ελλάδας η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους υπήρξε αδύνατη για πολιτικούς λόγους, αφου η μεταρρύθμιση είχε σε μεγάλο βαθμό τιμωρητικό και παραδειγματικό χαρακτήρα. Στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μόνο ένα μοντέλο κράτους είναι επιτρεπτό, το μοντέλο του consolidation state κατά Βολφγκανγκ Στρέικ, το κράτος δηλαδή που πάντα δίνει προτεραιότητα στους πιστωτές, τους επενδυτές και τις συμβολαιακές υποχρεώσεις, εις βάρος των πολιτών, των κοινωνικών δικαιωμάτων και των εγχώριων ομάδων πίεσης – το κράτος που απεμπολεί, δηλαδή, αυτό που ο Πουλαντζάς ονόμασε τη «σχετική αυτονομία» του.
Το χρέος, λοιπόν, δεν αποτελεί απλώς έναν οικονομικό μηχανισμό, αλλά μια τεχνική διακυβέρνησης και μια κεντρική διάσταση των σχέσεων εξουσίας. Όχι μόνο επιβεβαιώνει το διεθνές status quo, αλλά και παρεμβαίνει στρατηγικά στο πεδίο της υποκειμενικότητας, καθιστώντας τα άτομα κυβερνήσιμα. Αφού εξ ορισμού η αποπληρωμή του χρέους είναι ανέφικτη, το χρέος ως θεμελιώδης κοινωνική σχέση αποσκοπεί στη διαιώνιση της ενοχής ως πυρήνα της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής: το χρέος δεν θα αποπληρωθεί με χρήματα, αλλά με συμπεριφορές, σχέδια, δεσμεύσεις και συμμόρφωση στις απαιτήσεις της αγοράς, με μια συνεχή εσωτερική διαπραγμάτευση, με τη διαμόρφωση της θέσης υποκειμένου που ο Λατσαράτο ονομάζει «ο χρεωμένος άνθρωπός».
Πρέπει, ωστόσο, να προβληματοποιήσουμε την παραπάνω διαπίστωση. Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 που είχε τις ρίζες της στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, έγινε σαφές ότι η σχέση πιστωτή-οφειλέτη έχει ένα σαφές όριο ως μηχανισμός τόσο συσσώρευσης όσο και κυριαρχίας. Από τη μια πλευρά, η οικονομική κατάρρευση συνεπάγεται την διαταραχή των διεργασιών καπιταλιστικής συσσώρευσης μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οξύνει την κρίση υπερσυσσώρευσης, με τεράστια κεφάλαια να λιμνάζουν αναξιοποίητα σε φορολογικούς παραδείσους χωρίς καμιά δυνατότητα κερδοφόρας επένδυσης.
Από την άλλη, μέσα από μαζικές διαβατήριες τελετές, αυτές των πλατειών του 2011, κινήματα σε όλον τον πλανήτη αρνήθηκαν την εσωτερίκευση της συλλογικής ενοχής, αποσταθεροποιώντας έτσι τα θεμέλια της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής.
Ο μηχανισμός της φορολογίας είναι ακριβώς η λύση σε αυτό το πρόβλημα, ο ιμάντας μετάδοσης που μετατρέπει το δημόσιο χρέος σε ιδιωτικό και εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των άλλων δύο μηχανισμών συσσώρευσης, του κέρδους και της προσόδου. Ο Λατσαράτο το περιγράφει εύγλωττα: Όταν το κεφάλαιο δεν μπορεί απευθείας να ιδιοποιηθεί την κοινωνική υπεραξία, τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει τα κράτος μέσα από τη φορολόγηση, «η οποία όχι μόνο εκτελεί τις λειτουργίες ιδιοποιήσης που προηγουμένως επιτελούνταν από το κέρδος και την πρόσοδο, αλλά και εξασφαλίζει τη συνοχή των τριών μηχανισμών ιδιοποίησης. Ο καπιταλισμός αποτελεί αναπόσπαστα έναν τρόπο παραγωγής και έναν τρόπο υφαρπαγής. Όταν η υφαρπαγή δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί μέσω της πίστωσης και της παραγωγής, ξεσπά μια κρίση. Η συνέχιση της υφαρπαγής εξασφαλίζεται τότε με τη φορολογία".
Μεταξύ 2008 και 2018, παρά τη μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, η φορολογία στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτοξεύθηκε από 31,8% σε 40%. Οι φόροι επί της ακίνητης περιουσίας πενταπλασιάστηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ την αντίστοιχη περίοδο, τοποθετώντας την Ελλάδα μεταξύ των χωρών της ΕΕ με τους υψηλότερους φόρους επί της ακίνητης περιουσίας. Επιπλέον, είναι η μόνη χωρα στην οποία αυτοί εισπράττονται αποκλειστικά από την κεντρική κυβέρνηση, και όχι από την τοπική αυτοδιοίκηση ώστε να αποτελούν μια μορφή τοπικής αναδιανομής. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ιδιοκατοίκηση μεταξύ των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων είναι σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η έκτακτη εισφορά επί της ακίνητης περιουσίας αποτελεί μια αρνητικά προοδευτική φορολόγηση που αποσκοπεί στην απόσπαση πλούτου από τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, υπέρ των τραπεζών και των διεθνών πιστωτών, και συντελεί στην φτωχοποίηση και την στεγαστική επισφάλεια. Επιπλέον, η υπερφορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συνέβαλε στην καταστροφή των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων, με στόχο την έναρξη μιας πιθανής νέας φάσης συσσώρευσης.
Χρέος και φορολόγηση, λοιπόν, ως μηχανισμοί υποκειμενοποίησης και υφαρπαγής. Ούτε εδώ όμως ολοκληρώνεται η εικόνα της διακυβέρνησης της κρίσης στην Ελλάδα. Λείπει ένα πολύ σημαντικό τμήμα, που είναι η πρόσληψη αυτών των αλλαγών από τους ανθρώπους, η υιοθέτηση ή όχι αυτών των λογικών, και το πιο σημαντικό, οι αντιστάσεις και υπονομεύσεις αυτών των διεργασιών στην καθημερινότητά. Το πρόβλημα με τις φουκωικές προσεγγίσεις είναι ότι έχουν μια μηχανιστική αντίληψη του υποκειμένου: αρκεί η δημιουργία θέσεων υποκειμένου από την εξουσία για να υιοθετηθούν αυτομάτως από τους υποτελείς.
Δεν θα επεκταθώ όσον αφορά τις αντιστάσεις που αναδείχτηκαν στην Ελλάδα, τις εναλλακτικές υποκειμενοποιήσεις βασισμένες στην άρνηση της ενοχής. Για την παρούσα ανάλυση με ενδιαφέρουν στον βαθμό που αποδεικνύουν ότι η ενίσχυση των κατασταλτικών και ποινικών μηχανισμών του κράτους, η υπονόμευση των διαδικασιών πολιτικής αντιπροσώπευσης και ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης είναι αναπόσπαστο κομμάτι του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. "Το επίπεδο της οικονομικής και λογοθετικής βίας που τα κράτη, οι αγορές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χρησιμοποιούν είναι ευθέως ανάλογο με την αντίσταση των ανθρώπων στη δημιουργία μιας μνήμης του χρέους, ανάλογο με την άρνησή τους να εσωτερικεύσουν το αίσθημα της ενοχής και της ευθύνης".
Εξίσου αναπόσπαστο κομμάτι φαίνεται να είναι και η κάμψη των αντιστάσεων μέσα από την καλλιέργεια και υπόθαλψη φασιστικών πρακτικών και αντιλήψεων από το κράτος και τα ΜΜΕ. Ο φασισμός έγινε εφικτός και απαραίτητος στην Ελλάδα, ακριβώς επειδή η νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική, δηλαδή η ενσωμάτωση του πληθυσμού μέσα από τεχνολογίες του εαυτού ως ορθολογικά και ανταγωνιστικά υποκείμενα, απέτυχε εν πολλοίς. Ο φασισμός υπήρξε μια κεντρική τεχνική διαχείρισης της κοινωνικής οργής. Αντίθετα με την τελετουργική άρνηση της συλλογικής ενοχής στις πλατείες, ο φασισμός αποτελεί εσωτερίκευση της συλλογικής ενοχής και διοχέτευση της οργής προς τον αποδιοπομπαίο Άλλο, ως αντεστραμμένο του είδωλο. Ο φασισμός αποτέλεσε το ύστατο εργαλείο πειθάρχησης, όπου η κοινωνία στρέφεται απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.
Εν ολίγοις, στη διακυβέρνηση της κρίσης διαπλέκονται όλες οι τροπικότητες της εξουσίας (κυριαρχική, πειθαρχική, ποιμενική). Το πρόβλημα του όρου νεοφιλελευθερισμός είναι ότι, με την έμφαση που δίνει στην «αυτοδιακυβέρνηση», την διακυβέρνηση μέσα από την «ελευθερία», κινδυνεύει να συσκοτίσει το γεγονός ότι για το κεφάλαιο η δημοκρατία αποτελεί πάντα ένα εμπόδιο. Σε περιόδους βίαιου μετασχηματισμού του κυρίαρχου μοντέλου συσσώρευσης, όπως αυτή που διανύουμε, όπου η κοινωνική συναίνεση δεν μπορεί να διατηρηθεί μέσα από τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης, το κεφάλαιο δεν διστάζει να αναλάβει απευθείας την διακυβέρνηση, παρακάμπτοντας τους θεσμούς της αντιπροσώπευσης και εγκαθιστώντας βάναυσους μηχανισμούς καταστολής.
Και ενώ η ποιμενική τροπικότητα της εξουσίας μπορεί να γίνει εξίσου βίαιη – το βλέπουμε αυτό στο φαινόμενο της μετατροπής των εργαζομένων σε εξωτερικούς συνεργάτες, όπου η «ελευθερία» τους στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας γίνεται κενό γράμμα – το σημαντικό είναι ότι η πειθαρχία και η κυριαρχία ως τροπικότητες της εξουσίας έχουν επανέλθει ως κεντρικά εργαλεία διακυβέρνησης – αν βεβαίως δεχτούμε ότι κάποτε είχαν λιγότερο κεντρικό ρόλο. Όπως διαπιστώνει ο Λατσαράτο, «η κυβερνολογική κάνει κάτι περισσότερο από απλώς να διευκολύνει, να διεκπεραιώνει και να υποκινεί. Επίσης απαγορεύει, κατευθύνει, επιτάσσει, τυποποιεί και κανονικοποιεί.»
Η Ελλάδα της δεκαετίας του 2010 υπήρξε ένα πείραμα και ένας προπομπός αυτού που σιγά σιγά ακολουθεί ακόμα και στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου: η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο συσσώρευσης βασισμένο στην απαξίωση της εργασίας, την υφαρπαγή, την εκκαθάριση των μικρών και μεσαίων κεφαλαίων, το χρέος ως εργαλείο πειθάρχησης και τον αυταρχισμό. Το υπάρχον θεωρητικό πλαίσιο περί νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής παραμένει χρήσιμο για την κατανόηση της παρούσας συγκυρίας μόνο εάν προσεγγίσουμε τον νεοφιλελευθερισμό ως μια διαδικασία σύγκλισης, και όχι απόκλισης, μεταξύ κράτους και κεφαλαίου.
Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει όλες τις διαφορετικές εκδοχές του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, αυτό δεν είναι τόσο η γενίκευση των αγορών και της λογικής τους, όσο η κατάλυση της «σχετικής αυτονομίας» του κράτους και ο μετασχηματισμός του σε ένα μηχανισμό υφαρπαγής πλούτου και βίαιης πειθάρχησης του πληθυσμού.